- αυτόκλειστος
- -η, -ο1. αυτός που κλείνει από μόνος του2. (για λέβητες και χύτρες) εκείνος του οποίου το σκέπασμα κλείνει ερμητικά από μέσα με την εσωτερική πίεση του ατμού3. το ουδ. ως ουσ. αυτόκλειστοδοχείο για τη διεξαγωγή χημικών αντιδράσεων που κλείνει μόνο του με εσωτερική πίεση.
Dictionary of Greek. 2013.